ξηρολουτρώ

ξηρολουτρώ
ξηρολουτρῶ, -έω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κάνω λουτρό σε θερμή άμμο, κάνω αμμόλουτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουτρῶ (< λουτρόν), πρβλ. θερμο-λουτρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”